καμπέρα

καμπέρα
(Canberra, αυστραλιανή προφορά Κάνμπερα). Πόλη (311.518κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Αυστραλίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, σε ένα εκτεταμένο υψίπεδο που περιβάλλεται από λόφους, περίπου 240 χλμ. ΝΔ του Σίδνεϊ. Είναι χτισμένη εκατέρωθεν του ποταμού Μολόγκλο, μικρού παραπόταμου του Μαραμπίτζι, και πάνω στην τεχνητή λίμνη Μπάρλεϊ Γκρίφιν. Η Κ. είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τεχνητής πρωτεύουσας. Ιδρύθηκε ως νέα πρωτεύουσα το 1913 και της παραχωρήθηκε μια αυτόνομη περιοχή, η Περιφέρεια Αυστραλιανής Πρωτεύουσας (Australian Capital Territory,ACT, 2.360 τ. χλμ., 322.638 κάτ. το 2001). Επισήμως εγκαινιάστηκε το 1923 και το 1927 έγινε σε αυτήν η πρώτη συνεδρίαση του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου. Η ονομασία της προήλθε από μία λέξη των αυτόχθονων Αβοριγίνων, η οποία σημαίνει τόπος συνάντησης. Σύμφωνα με το ρυθμιστικό σχέδιο, το οποίο οφείλεται στον Αμερικανό αρχιτέκτονα Μπάρλεϊ Γκρίφιν, η πόλη είναι διαρθρωμένη γύρω από δύο κέντρα, ένα διοικητικό και ένα εμπορικό. Η Κ. γνώρισε εκρηκτική πληθυσμιακή ανάπτυξη μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, η οποία συνεχίζεται ακόμη, συνοδευόμενη από μια εξίσου μεγάλη διόγκωση των κρατικών υπηρεσιών, με αποτέλεσμα η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης να εργάζονται σε δημόσιες υπηρεσίες. Κέντρο κατεξοχήν πολιτικό και πνευματικό, η Κ. είναι έδρα του Εθνικού Πανεπιστημίου, της Ακαδημίας των Επιστημών και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, της Εθνικής Πινακοθήκης κ.ά. Βιομηχανικά η πόλη δεν είναι πολύ ανεπτυγμένη. Ενώνεται σιδηροδρομικώς με το Σίδνεϊ και οδικώς με την Αδελαΐδα. Δορυφορική φωτογραφία που παρουσιάζει το μέτωπο των καταστροφικών πυρκαγιών που έπληξαν τον Ιανουάριο του 2003 την πρωτεύουσα της Αυστραλίας, Καμπέρα, καθώς και το νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας (φωτ. ΑΠΕ). Εσωτερικό χριστιανικού ναού στην Καμπέρα της Αυστραλίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
και καμπέρρα, η
είδος σιταριού τής Αυστραλίας, από όπου μεταφέρθηκε και καλλιεργείται με επιτυχία και στην Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυστραλικό τοπωνύμιο Canberra].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • καμβέρα — και καμπέρα, ἡ ποικιλία σίτου μαλακού χωρίς άγανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Camberra, περιοχή τής Αυστραλίας. Ο τ. καμδέρα αντί καμπέρα κατά υπεραστισμό / υπερδιόρθωση (πρβλ. μοδέρνος αντί μοντέρνος)] …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • Μάρεϊ-Ντάρλινγκ, λεκάνη — (Murray Darling Basin). Υδρογραφικό σύστημα (συνολικό μήκος 3.370 χλμ. από τις πηγές του Ντάρλινγκ έως τις εκβολές του Μάρεϊ, λεκάνη απορροής 1.611.469 τ. χλμ.) της νοτιοανατολικής Αυστραλίας. Σχηματίζεται από τον κάτω ρου του ποταμού Μάρεϊ και… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Νότια Ουαλία — (New South Wales). Ομόσπονδη Πολιτεία (801.600 τ. χλμ., 5.761.900 κάτ.) της Αυστραλίας. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά της Αυστραλίας και βρέχεται στα Α από τον Ειρηνικό ωκεανό και ορίζεται από την Κουίνσλαντ στα Β, τη Βικτόρια στα Ν και τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”